κοινωνιολογία

κοινωνιολογία
η социология

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κοινωνιολογία" в других словарях:

  • κοινωνιολογία — Επιστήμη η οποία μελετά τα κοινωνικά φαινόμενα και τις αλληλεπιδράσεις τους. Ο όρος κ. εμφανίστηκε για πρώτη φορά (ως λατινοελληνικό υβρίδιο sociologie) στο έργο Μαθήματα θετικής φιλοσοφίας (Cours de Philosophie positive) του Ογκίστ Κοντ (1837).… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνιολογία — η η επιστήμη που εξετάζει τα κοινωνικά φαινόμενα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Κοντ, Ογκίστ — (August Comte, Μονπελιέ 1798 – Παρίσι 1857). Γάλλος θετικιστής φιλόσοφος, εισηγητής της επιστήμης της κοινωνιολογίας. Ολοκλήρωσε τις πρώτες σπουδές του στο Μονπελιέ και το 1814 φοίτησε στην πολυτεχνική σχολή του Παρισιού. Ωστόσο, μετά τη μάχη στο …   Dictionary of Greek

  • Βέμπερ, Μαξ — (Max Weber, Ερφούρτη, Γερμανία 1864 – 1920). Γερμανός κοινωνιολόγος. Από τους θεμελιωτές της επιστήμης της κοινωνιολογίας, ο Β. επισήμανε την επίδραση του πολιτιστικού και πολιτικού παράγοντα στην οικονομική ανάπτυξη και στην ατομική συμπεριφορά …   Dictionary of Greek

  • τάξη — Στην κοινωνιολογία κοινωνική τ. ονομάζεται το σύνολο προσώπων, που διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο στην παραγωγή και τα οποία έχουν ως προοδευτική πορεία της παραγωγής τις ίδιες απέναντι άλλων προσώπων σχέσεις, που εκφράζονται και στα πράγματα, στα… …   Dictionary of Greek

  • αφηρημένες επιστήμες — Οι επιστήμες που δεν ασχολούνται με την παρατήρηση και περιγραφή ενός φαινομένου, αλλά έχουν τη δυνατότητα να εξετάζουν τους γενικότερους κανόνες που διέπουν διάφορα φαινόμενα. Κατά τη διάρκεια της χρονικής και ποιοτικής εξέλιξης των επιστημών,… …   Dictionary of Greek

  • Βέλτσος, Γεώργιος — (Αθήνα 1944 –). Νομικός και κοινωνιολόγος, καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Σπούδασε στη νομική σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και κοινωνιολογία στο Παρίσι. Σταδιοδρόμησε ως πανεπιστημιακός στο Πάντειο Πανεπιστήμιο… …   Dictionary of Greek

  • Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών — (ΕΚΚΕ). Νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, με έδρα την Αθήνα, που εποπτεύεται από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας του υπουργείου Ανάπτυξης. Πρόκειται για τον σημαντικότερο δημόσιο φορέα της κοινωνικής έρευνας στη χώρα μας, ενώ διαθέτει …   Dictionary of Greek

  • Μέρτον, Ρόμπερτ Κινγκ — (Robert King Merton, Φιλαδέλφεια 1910 – Νέα Υόρκη 2003). Αμερικανός κοινωνιολόγος. Σπούδασε κοινωνιολογία στα Πανεπιστήμια Τέμπλ και Χάρβαρντ, όπου ανέλαβε στην πορεία και εκπαιδευτικό έργο ως καθηγητής. Το 1941 κατέλαβε την έδρα της… …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»